ακούνητος

ακούνητος
-η, -ο [κουνώ]
αυτός που δεν κουνιέται, δεν κουνήθηκε ή δεν μπορεί να κουνηθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακούνητος — ακούνητος, η, ο και ακούνιστος, η, ο 1. αυτός που δεν κουνιέται, αμετακίνητος: Αυτή είναι πέτρα βαριά, ακούνητη. 2. αυτός που δεν κουνήθηκε σε παιχνίδι κούνιας: Όλοι κουνηθήκατε, μονάχα εγώ έμεινα ακούνιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αλίκνιστος — η, ο [λικνίζω] 1. αυτός που δεν λικνίστηκε, δεν κουνήθηκε στην κούνια του, ακούνητος 2. αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή δεν καθησυχάστηκε με απατηλές υποσχέσεις …   Dictionary of Greek

  • ακίνητος — η, ο 1. αυτός που δεν κινήθηκε, ακούνητος: Στεκόταν πάντα στην ίδια θέση ακίνητος. 2. αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί, να μετατεθεί: Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι γιορτή ακίνητη. 3. «ακίνητη περιουσία», αυτή που αποτελείται από ακίνητα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αξεκούνητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί, ακούνητος: Μ όλες τις προσπάθειές τους η πέτρα ήταν στη θέση της αξεκούνητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”